Greek Meaning of obscurely
ασαφής
Other Greek words related to ασαφής
Nearest Words of obscurely
Definitions and Meaning of obscurely in English
obscurely (r)
in an obscure manner
obscurely (adv.)
In an obscure manner.
FAQs About the word obscurely
ασαφής
in an obscure mannerIn an obscure manner.
σκοτεινά,αμυδρά,μελαγχολικά,σκοτεινά,μελαγχολικά,θαμπό,σκοτεινά,συννεφιασμένος,ύπουλα
φωτεινό,λαμπρά,λαμπρά,Έντυπωσιακά,Λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,λαμπερά,υπέροχα
obscured => αμυδρό, obscure => ασαφής, obscuration => συσκότιση, obscurantist => σκοταδιστής, obscurantism => οσκουραντισμός,