Greek Meaning of biblically

βιβλικά

Other Greek words related to βιβλικά

Definitions and Meaning of biblically in English

Webster

biblically (adv.)

According to the Bible.

FAQs About the word biblically

βιβλικά

According to the Bible.

τελετουργικός,άγιος,λειτουργικός,θρησκευτικός,ιερός,γραπτός,ευλογημένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,σεβαστός

επίγειος,καθημερινό,μη θρησκευόμενος,κοσμικός,κροταφικός,Άνευ πνεύματος,κοσμικός,βέβηλος,βεβηλωμένος,αμύητος

biblicality => βιβλικά, biblical latin => βιβλική λατινική, biblical aramaic => Βιβλική αραμαϊκή, biblical => βιβλικός, bible-worship => λατρεία της Βίβλου,