Greek Meaning of valuably

πολύτιμη

Other Greek words related to πολύτιμη

Definitions and Meaning of valuably in English

Webster

valuably (adv.)

So as to be of value.

FAQs About the word valuably

πολύτιμη

So as to be of value.

δαπανηρός,ακριβός,πολύτιμος,premium,αγαπητέ/αγαπητή,εξωφρενικός,υψηλός,υψηλού επιπέδου,ανεκτίμητο,πολυτελής

φτηνός,φτηνός,μέτριος,λογικός,άχρηστος,άχρηστος,σε έκπτωση

valuableness => αξία, valuable => πολύτιμος, valse => βαλς, valsartan => Βαλσαρτάνη, valsalvian => Βαλσάλβειος,