Greek Meaning of usability

χρηστικότητα

Other Greek words related to χρηστικότητα

Definitions and Meaning of usability in English

Wordnet

usability (n)

the quality of being able to provide good service

FAQs About the word usability

χρηστικότητα

the quality of being able to provide good service

Διαθέσιμο,Λειτουργικός,χρήσιμος,εργοδοτήσιμος,εκμεταλλεύσιμος,λειτουργικός,πρακτικός,επίκαιρος,επισκευάσιμος,εφαρμόσιμο

Ανεφάρμοστο,ανεγχείρητος,μη διαθέσιμο,Άχρηστο,μη λειτουργικός,Άνεργος

usa => ΗΠΑ, us trade representative => Εμπορικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, us senate => Γερουσία των ΗΠΑ, us secret service => Μυστική Υπηρεσία των ΗΠΑ, us postal service => Ταχυδρομική Υπηρεσία Ηνωμένων Πολιτειών,