Greek Meaning of universalness
οικουμενικότητα
Other Greek words related to οικουμενικότητα
Nearest Words of universalness
- universalties => οικουμενικότητα
- universe => σύμπαν
- universities => πανεπιστήμια
- university => πανεπιστήμιο
- university extension => Πανεπιστημιακή επέκταση
- university of california at berkeley => Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ
- university of chicago => Πανεπιστήμιο του Σικάγου
- university of michigan => Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν
- university of nebraska => Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα
- university of north carolina => Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας
Definitions and Meaning of universalness in English
universalness (n.)
The quality or state of being universal; universality.
FAQs About the word universalness
οικουμενικότητα
The quality or state of being universal; universality.
προσαρμοστικός,Ευέλικτος,ευέλικτος,ευέλικτος,γενικού σκοπού,πολλαπλών χρήσεων,Πρωτεϊκός,επιδέξιος,επιδέξιος,ικανός
περιορισμένος,ερασιτέχνης
universally => παγκόσμια, universalizing => καθολικοποιών, universalized => καθολικευμένος, universalize => καθολικοποιώ, universality => Οικουμενικότητα,