Greek Meaning of universalness

οικουμενικότητα

Other Greek words related to οικουμενικότητα

Definitions and Meaning of universalness in English

Webster

universalness (n.)

The quality or state of being universal; universality.

FAQs About the word universalness

οικουμενικότητα

The quality or state of being universal; universality.

προσαρμοστικός,Ευέλικτος,ευέλικτος,ευέλικτος,γενικού σκοπού,πολλαπλών χρήσεων,Πρωτεϊκός,επιδέξιος,επιδέξιος,ικανός

περιορισμένος,ερασιτέχνης

universally => παγκόσμια, universalizing => καθολικοποιών, universalized => καθολικευμένος, universalize => καθολικοποιώ, universality => Οικουμενικότητα,