Greek Meaning of unabashedly

ξεδιάντροπα

Other Greek words related to ξεδιάντροπα

Definitions and Meaning of unabashedly in English

Wordnet

unabashedly (r)

in an unabashed manner

FAQs About the word unabashedly

ξεδιάντροπα

in an unabashed manner

υπερήφανος,αναιδής,αναιδής,κυνικός,ανενδοίαστος,θρασύς,θρασύς,θρασύς,Θρασύς,θρασύς

ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,Αμήχανος,απελπισμένος,ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,απολογητικός,μπερδεμένος,μπερδεμένος

unabashed => Αδιάντροπος, una boat => βάρκα, un agency => Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, un- => α-, un => ενας,