Greek Meaning of turned (on)

ενεργοποιημένο

Other Greek words related to ενεργοποιημένο

Definitions and Meaning of turned (on) in English

FAQs About the word turned (on)

ενεργοποιημένο

κουλ,κέντρο πόλης,μοντέρνος,τέλειος,γοφός,τώρα,έξυπνος,κομψό,μέσα στα πράγματα,ενημερωμένος

σπασίκλας,σπασίκλας,έξω,όχι κουλ,Αξεπέραστος,παλιομοδίτικος,νερντάτος,ξεπερασμένος,ντεμοντέ,άκομψος

turnarounds => στροφές, turnabouts => ανατροπές, turn one's hand => βάζω το χέρι μου, turn one's back on => γυρίζω την πλάτη, turn loose => ελευθερώνω,