Greek Meaning of shucker

ξεφλουδιστής

Other Greek words related to ξεφλουδιστής

Definitions and Meaning of shucker in English

Webster

shucker (n.)

One who shucks oysters or clams

FAQs About the word shucker

ξεφλουδιστής

One who shucks oysters or clams

τίποτα,ασήμαντο πράγμα,Φιστίκια,ασήμαντος,μπύρα,ψιλά,άχυρο,ασήμαντο,Ασημαντότητα,μη πρόβλημα

υιοθετώ,αγκαλιάζω,προσλαμβάνω,αναλαμβάνω,χρήση,αξιοποιώ,κρατώ,κρατάω,διατηρώ,απέχω

shucked => ξεφλουδισμένος, shuck => ξεφλουδίζω, shua => σούα, shtup => άγνωστη, shtik => αστείο,