Greek Meaning of sedulity
sedulity
Other Greek words related to sedulity
Nearest Words of sedulity
- seductress => γυναίκα με καταγωγή από εγκαταλελειμμένη νήσο
- seducible => αποπλανητικός
- sedna => Σέντνα
- sedlitz => σέντλιτζ
- seditious => στασιαστικός
- seditionary => στασιαστικός
- sedition => στασιασμός
- sedimentation rate => Ρυθμός καθίζησης
- sedimentation => Ιζηματογένεση
- sedimentary rock => Ιζηματογενή πετρώματα
Definitions and Meaning of sedulity in English
sedulity (n)
the quality of being constantly diligent and attentive
sedulity (n.)
The quality or state of being sedulous; diligent and assiduous application; constant attention; unremitting industry; sedulousness.
FAQs About the word sedulity
Definition not available
the quality of being constantly diligent and attentiveThe quality or state of being sedulous; diligent and assiduous application; constant attention; unremittin
(επιμέλεια),προσοχή,προσπάθεια,προσπάθεια,φιλοπονία,βιομηχανία,επιμονή,επιμέλεια,εφαρμογή,επιμέλεια
απροσεξία,αμέλεια,Αδράνεια,οκνηρία,οκνηρία,χαλάρωση
seductress => γυναίκα με καταγωγή από εγκαταλελειμμένη νήσο, seducible => αποπλανητικός, sedna => Σέντνα, sedlitz => σέντλιτζ, seditious => στασιαστικός,