Greek Meaning of ruddily
Με κοκκινωπό χρώμα
Other Greek words related to Με κοκκινωπό χρώμα
Nearest Words of ruddily
Definitions and Meaning of ruddily in English
ruddily (adv.)
In a ruddy manner.
FAQs About the word ruddily
Με κοκκινωπό χρώμα
In a ruddy manner.
καφέ,FLUSH,φωτεινό,Κόκκινο,ροζ** (róz),μαυρισμένος,ζεστός,ανθισμένος,κοκκινίζω,Χάλκινος
χλωμός,σταχτί,ζυμαρένιος,Χλωμό,φρικτός,αλευρώδης,χλωμός,χλωμός,χλωμός,μπουγάτσα
ruddied => Κοκκινωπός, rudderstock => Τιμόνι, rudderpost => Πηδαλιούχος, rudder-like => σαν πηδάλιο, rudderless => απερίσκεπτος,