Greek Meaning of roofed
roofed
Other Greek words related to roofed
- καταλύματα
- στεγασμένος
- καταλύει
- προστατευμένος
- απονεμημένος
- στρατοπεδευμένος
- κατασκηνώνω
- επιβιβάστηκε
- σκάσαμε
- στρατοπέδευσε
- θαλαμωτός, κούφιος
- μόνιμη διαμονή
- στρατοπεδευμένος
- φιλοξενούν
- τέταρτα
- δωμάτιο
- στρατωνισμένος
- τακτοποιημένος (κάτω)
- εγκαταστημένος
- σπίτι
- βάζω
- κουρνιάζει
- ασφαλισμένος
- έριξε
- στάβλισμα
- σκηνής
- πήρε μέσα
Nearest Words of roofed
Definitions and Meaning of roofed in English
roofed (a)
covered with a roof; having a roof as specified (often used in combination)
roofed (imp. & p. p.)
of Roof
FAQs About the word roofed
Definition not available
covered with a roof; having a roof as specified (often used in combination)of Roof
καταλύματα,στεγασμένος,καταλύει,προστατευμένος,απονεμημένος,στρατοπεδευμένος,κατασκηνώνω,επιβιβάστηκε,σκάσαμε,στρατοπέδευσε
εκτοπισμένος,εκδιωγμένος
roof rat => Στεγανός Αρουραίος, roof rack => σχάρα οροφής, roof peak => Κορυφή στέγης, roof of the mouth => Υπερώα, roof mushroom => Μανιτάρια στέγης,