Greek Meaning of remonstrator

διαδηλωτής

Other Greek words related to διαδηλωτής

Definitions and Meaning of remonstrator in English

Webster

remonstrator (n.)

One who remonstrates; a remonsrant.

FAQs About the word remonstrator

διαδηλωτής

One who remonstrates; a remonsrant.

αντικείμενο,διαμαρτυρία,Εξαίρεση,παραπονιέμαι,διστάζω,εκτός,διαμαρτύρομαι,κλοτσιά,αντιλέγω,γκρινιάζω

αποδέχομαι,συμφωνώ,εγκρίνω,ακολουθήστε,προσχωρώ,συναινώ,προσκολλώμαι,συνήγορος,συμμορφώνομαι,Συμμορφώνω

remonstrative => επιτιμητικός, remonstration => επίπληξη, remonstrating => επαναστατώντας, remonstrated => διαμαρτυρήθηκε, remonstrate => Διαμαρτύρονται,