FAQs About the word ramblingly

περιπλανώμενα

in a rambling mannerIn a rambling manner.

εκδρομή,εκδρομή,παράκαμψη,αποστολή,ταξίδι,υπηρεσιακό ταξίδι,οδύσσεια,εκδρομή,Σάλι,ναναρίζω

συνεκτικός,συνεπής,λογικός,άμεσο,εστιασμένος,απλός,εστιασμένος,ακλόνητος

rambling => περιπλάνηση, rambler => περιπατητής, rambled => έλεγε ασυναρτησίες, ramble on => Μακρή ομιλία, ramble => περιπλανιέμαι,