Greek Meaning of odyssey
οδύσσεια
Other Greek words related to οδύσσεια
- εκδρομή
- αποστολή
- ταξίδι
- προσκύνημα
- Περιοδεία
- ταξίδι
- ταξίδι
- μετακίνηση
- πτήση
- γκραντούρ
- εκδρομή
- Πρόοδος
- αναζήτηση
- ιππασία
- σαφάρι
- ταξίδια
- πεζοπορία
- κύκλωμα
- μετατόπιση
- Κρουαζιέρα
- παράκαμψη
- οδήγηση
- δουλειά
- πεζοπορία
- Λυκίσκος
- υπηρεσιακό ταξίδι
- εκδρομή
- Απόσπασμα
- προσκύνημα
- Ιστιο
- Σάλι
- Σλόγκαν
- εξόρμηση
- γύρισμα
- αλήτης
- περπατώ
- Περπάτημα
Nearest Words of odyssey
Definitions and Meaning of odyssey in English
odyssey (n)
a long wandering and eventful journey
a Greek epic poem (attributed to Homer) describing the journey of Odysseus after the fall of Troy
odyssey (n.)
An epic poem attributed to Homer, which describes the return of Ulysses to Ithaca after the siege of Troy.
FAQs About the word odyssey
οδύσσεια
a long wandering and eventful journey, a Greek epic poem (attributed to Homer) describing the journey of Odysseus after the fall of TroyAn epic poem attributed
εκδρομή,αποστολή,ταξίδι,προσκύνημα,Περιοδεία,ταξίδι,ταξίδι,μετακίνηση,πτήση,γκραντούρ
No antonyms found.
odysseus => Οδυσσέας, odynophagia => Οδυνοφαγία, odylic => οδυλικός, odyle => Οντίλ, odyl => οντύλ,