Greek Meaning of pilgrimage
προσκύνημα
Other Greek words related to προσκύνημα
- αποστολή
- πτήση
- γκραντούρ
- εκδρομή
- ταξίδι
- οδύσσεια
- προσκύνημα
- Πρόοδος
- αναζήτηση
- σαφάρι
- Περιοδεία
- πεζοπορία
- ταξίδι
- μετατόπιση
- μετακίνηση
- Κρουαζιέρα
- δουλειά
- εκδρομή
- Λυκίσκος
- υπηρεσιακό ταξίδι
- εκδρομή
- Απόσπασμα
- ιππασία
- Ιστιο
- Σάλι
- εξόρμηση
- ταξίδια
- ταξίδι
- οδήγηση
- πεζοπορία
- Σλόγκαν
- γύρισμα
- αλήτης
- περπατώ
- Περπάτημα
Nearest Words of pilgrimage
Definitions and Meaning of pilgrimage in English
pilgrimage (n)
a journey to a sacred place
pilgrimage (n.)
The journey of a pilgrim; a long journey; especially, a journey to a shrine or other sacred place. Fig., the journey of human life.
A tedious and wearisome time.
FAQs About the word pilgrimage
προσκύνημα
a journey to a sacred placeThe journey of a pilgrim; a long journey; especially, a journey to a shrine or other sacred place. Fig., the journey of human life.,
αποστολή,πτήση,γκραντούρ,εκδρομή,ταξίδι,οδύσσεια,προσκύνημα,Πρόοδος,αναζήτηση,σαφάρι
No antonyms found.
pilgrim father => Προσκυνητής πατέρας, pilgrim => Προκυνηματής, pilgarlic => μαμόθρεφτος, pilfery => κλοπή, pilfering => κλοπή,