Greek Meaning of pilgarlic
μαμόθρεφτος
Other Greek words related to μαμόθρεφτος
- συκοφάντης
- κουτσομπολιό
- κουτσομπόλης
- συκοφάντης
- κουτσομπολιό
- κακός
- κουτσομπόλης
- Άτακτο
- δόλωμα
- χλευαστής
- διακόπτης
- σάτυρος
- συκοφάντης
- χλευαστής
- βελονοποιός
- πλευρό
- χλευαστής
- πειράζω
- προвью
- βασανιστής
- Βασανιστής
- βασανιστής
- Καрикаτουρίστας
- προσβλητικός
- παρωδός
- γελοιοποιός
- Στιριογράφος
- χλευαστής
- Χλευαστής
Nearest Words of pilgarlic
Definitions and Meaning of pilgarlic in English
pilgarlic (n.)
One who has lost his hair by disease; a sneaking fellow, or one who is hardly used.
FAQs About the word pilgarlic
μαμόθρεφτος
One who has lost his hair by disease; a sneaking fellow, or one who is hardly used.
θέατρο,αλεξικέραυνο,χλευασμός,θήραμα,εύκολος στόχος,Στόχος,θύμα,Τράγος εξ αμαξών,κατσίκα,Σήμα
συκοφάντης,κουτσομπολιό,κουτσομπόλης,συκοφάντης,κουτσομπολιό,κακός,κουτσομπόλης,Άτακτο,δόλωμα,χλευαστής
pilfery => κλοπή, pilfering => κλοπή, pilferer => κλέφτης, pilfered => κλεμμένος, pilferage => κλοπή,