FAQs About the word caricaturist

Καрикаτουρίστας

someone who parodies in an exaggerated mannerOne who caricatures.

ιμπρεσιονιστής,χλευαστής,παρωδός,Στιριογράφος,ηθοποιός,μπουρλέσκ,καλλιτέχνης,Μιμητής,Προσποιητής,σάτυρος

No antonyms found.

caricaturing => σατιρίζοντας, caricatured => σατιρικός, caricature plant => Φυτό γελοιογραφίας, caricature => γελοιογραφία, caricaceae => Καρικώδη,