Greek Meaning of quaveringly
τρεμουλιάζοντας
Other Greek words related to τρεμουλιάζοντας
- ελκυστικός
- γλυκός
- ηχώ
- μελωδικός
- συντονισμένος
- ρυθμικός
- ρυθμική
- ηχηρός
- τρίλιος
- κελάιδημα
- ευχάριστος
- ρυθμισμένος
- Χορδότα
- ρευστό
- αρμονικός
- μελωδικός
- Στίχοι
- λυρικός
- μελωδικός
- γλυκός
- ορχηστρικό
- ευχάριστος
- πολυφωνικός
- μελωδικός
- Μελωδικός
- γλυκό
- τονικός
- ανάμιξη
- ήχος
- ευφωνικό
- ευφωνος
- εναρμονιστική
- Ομοηχικός
- μελωδικός
- μελωδικός
- μιούζικαλ
- Πολυφωνία
- συμφωνικός
- συμφωνικός
- μελωδικός
Nearest Words of quaveringly
Definitions and Meaning of quaveringly in English
quaveringly (r)
in an unsteady quavering manner
FAQs About the word quaveringly
τρεμουλιάζοντας
in an unsteady quavering manner
ελκυστικός,γλυκός,ηχώ,μελωδικός,συντονισμένος,ρυθμικός,ρυθμική,ηχηρός,τρίλιος,κελάιδημα
ασύμφωνος,δυσάρμοστος,δυσαρμονικός,σκληρός,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,μεταλλικός,βραχνός,θορυβώδης,ξύσιμο
quavering => τρεμάμενος, quaverer => τρίλι, quavered => έτρεμε, quaver => τραύλισμα, quavemire => Έλος,