Greek Meaning of quaveringly

τρεμουλιάζοντας

Other Greek words related to τρεμουλιάζοντας

Definitions and Meaning of quaveringly in English

Wordnet

quaveringly (r)

in an unsteady quavering manner

FAQs About the word quaveringly

τρεμουλιάζοντας

in an unsteady quavering manner

ελκυστικός,γλυκός,ηχώ,μελωδικός,συντονισμένος,ρυθμικός,ρυθμική,ηχηρός,τρίλιος,κελάιδημα

ασύμφωνος,δυσάρμοστος,δυσαρμονικός,σκληρός,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,μεταλλικός,βραχνός,θορυβώδης,ξύσιμο

quavering => τρεμάμενος, quaverer => τρίλι, quavered => έτρεμε, quaver => τραύλισμα, quavemire => Έλος,