FAQs About the word quayage

τελωνειακή αποθήκη

a fee charged for the use of a wharf or quayWharfage.

Ναυπηγείο,Μαρίνα,Ναυπηγείο,Τέλη αποβάθρας,Θέση ελλιμενισμού,αποβάθρα,προβλήτα,επιπλέω,προ(σ)γείωση,Λεμβοσύρτης

No antonyms found.

quay => προβλήτα, quaveringly => τρεμουλιάζοντας, quavering => τρεμάμενος, quaverer => τρίλι, quavered => έτρεμε,