Greek Meaning of pocketful
τσέπη
Other Greek words related to τσέπη
- οικονομικά
- Ταμείο
- πόροι
- περιουσιακά στοιχεία
- τραπεζικός λογαριασμός
- μετρητά
- ταμεία
- Νόμισμα
- ταμείο
- χρηματοδότηση
- πορτοφόλι
- πουκάμισο
- πλούτος
- Ψωμί
- Κεφάλαιο
- ταμειακές ροές
- τσιπς
- βαθιές τσέπες
- Ζύμη
- τύχη
- χρυσός
- νόμιμο χρήμα
- κέρδος
- σημαίνει
- λαμπρότητα
- χρήματα
- Πλούτος
- κύλισμα
- Γρατσουνιά
- Ουσία
- τρυφερό
- Θησαυροφυλάκιο
- wampum
- μέσα
Nearest Words of pocketful
Definitions and Meaning of pocketful in English
pocketful (n)
the quantity a pocket will hold
pocketful (n.)
As much as a pocket will hold; enough to fill a pocket; as, pocketfuls of chestnuts.
FAQs About the word pocketful
τσέπη
the quantity a pocket will holdAs much as a pocket will hold; enough to fill a pocket; as, pocketfuls of chestnuts.
οικονομικά,Ταμείο,πόροι,περιουσιακά στοιχεία,τραπεζικός λογαριασμός,μετρητά,ταμεία,Νόμισμα,ταμείο,χρηματοδότηση
χρέη,υποχρεώσεις,χρέος
pocketed freetail bat => Νυχτερίδα με διπλωμένα χείλη, pocketed bat => Χειρόπτερος, pocketed => τσεπώνω, pocketcomb => τσέπης χτένα, pocketbook issue => Τσέπη,