Greek Meaning of placatingly

κατευναστικά

Other Greek words related to κατευναστικά

Definitions and Meaning of placatingly in English

Wordnet

placatingly (r)

in a placating manner

FAQs About the word placatingly

κατευναστικά

in a placating manner

κατευνάζω,ανακουφίζω,Ήρεμος,Άνεση,συμφιλιώνω,αποπλίζω,εξευμενίζω,κατευνάζω,παρακαλω,εξευμενίζω

επιδεινώνω,οργή,ενοχλώ,εχθρεύω,ενοχλώ,Σφάλμα,σταυρός,εξοργίζει,ερεθίζω,πάρει

placating => ηρεμιστικό, placated => κατευνασμένος, placate => κατευνάζω, placarding => αφίσα, placarded => αφισοκολλημένος,