FAQs About the word palpating

ψηλάφιση

to examine by touch, to use the technique of palpation, to examine by touch especially medically

βούρτσισμα,συναίσθημα,χάδι,ξύρισμα,κτύπημα με το δάκτυλο,συγκινητικός,σφίγγοντας,σφίξιμο,συμπιέζοντας,Flicking

No antonyms found.

palpated => ψηλαφητό, palookas => παλούκας, palominos => παλομίνο, palms => Φοίνικες, palmists => Χειρομάντες,