Greek Meaning of out-of-door

έξω από την πόρτα

Other Greek words related to έξω από την πόρτα

Definitions and Meaning of out-of-door in English

Wordnet

out-of-door (a)

located, suited for, or taking place in the open air

Webster

out-of-door (a.)

Being out of the house; being, or done, in the open air; outdoor; as, out-of-door exercise. See Out of door, under Out, adv.

FAQs About the word out-of-door

έξω από την πόρτα

located, suited for, or taking place in the open airBeing out of the house; being, or done, in the open air; outdoor; as, out-of-door exercise. See Out of door,

υπαίθριο,Έξω,εξωτερικός,υ outdoors,Υπαίθρια,εξωτερικός,αέρινος,σε εξωτερικούς χώρους,εξωτερικός,εξωτερικότατος

εσωτερικός,εσωτερικός,εσωτερική,μέσα,εσωτερικός,προς τα μέσα,εσώτερος,βαθύτερος

out-of-date => ξεπερασμένο, out-of-court settlement => Εξωδικαστικός συμβιβασμός, out-of-bounds => εκτός ορίων, out-of-body experience => εμπειρία έξω από το σώμα, outnumber => υπερτερώ αριθμητικά,