Greek Meaning of out-of-door
έξω από την πόρτα
Other Greek words related to έξω από την πόρτα
Nearest Words of out-of-door
- out-of-date => ξεπερασμένο
- out-of-court settlement => Εξωδικαστικός συμβιβασμός
- out-of-bounds => εκτός ορίων
- out-of-body experience => εμπειρία έξω από το σώμα
- outnumber => υπερτερώ αριθμητικά
- outnoise => Θόρυβος εξωτερικού χώρου
- outness => η έξοδος
- outname => Εξωτερικό όνομα
- outmount => αποσυναρμολογώ
- outmost => εξώτατο
- out-of-doors => _σε εξωτερικό χώρο_
- out-of-pocket => Από την τσέπη
- out-of-school => εκτός σχολείου
- out-of-the-box thinking => Σκέψη εκτός πλαισίου
- out-of-the-way => απομονωμένος
- out-of-town => εκτός πόλης
- outpace => ξεπερνάω
- outparamour => Δεν υπάρχει ισοδύναμο
- outparish => Παραπάρθιο
- outpart => Εξωτερικό τμήμα
Definitions and Meaning of out-of-door in English
out-of-door (a)
located, suited for, or taking place in the open air
out-of-door (a.)
Being out of the house; being, or done, in the open air; outdoor; as, out-of-door exercise. See Out of door, under Out, adv.
FAQs About the word out-of-door
έξω από την πόρτα
located, suited for, or taking place in the open airBeing out of the house; being, or done, in the open air; outdoor; as, out-of-door exercise. See Out of door,
υπαίθριο,Έξω,εξωτερικός,υ outdoors,Υπαίθρια,εξωτερικός,αέρινος,σε εξωτερικούς χώρους,εξωτερικός,εξωτερικότατος
εσωτερικός,εσωτερικός,εσωτερική,μέσα,εσωτερικός,προς τα μέσα,εσώτερος,βαθύτερος
out-of-date => ξεπερασμένο, out-of-court settlement => Εξωδικαστικός συμβιβασμός, out-of-bounds => εκτός ορίων, out-of-body experience => εμπειρία έξω από το σώμα, outnumber => υπερτερώ αριθμητικά,