Greek Meaning of onanistic

onanistic

Other Greek words related to onanistic

Definitions and Meaning of onanistic in English

onanistic

masturbation, coitus interruptus, self-gratification

FAQs About the word onanistic

Definition not available

masturbation, coitus interruptus, self-gratification

λαιμαργός,Ηδονιστικός,εγωκεντρικός,εγωκεντρικός,συβαριτικός,άπληστος,παρακμιακός,εξωφρενικός,σαρκικός,Ταιριαστός

εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,αυτοθυσιαστικός,αυτοθυσία,νηφάλιος,σπαρτιατικός

on-and-off => ασταθής, on top of => πάνω σε, on tiptoe => στα δάχτυλα των ποδιών, on the warpath => σε πολεμικό μονοπάτι, on the surface => στην επιφάνεια,