Greek Meaning of narrow down

περιορίζω

Other Greek words related to περιορίζω

Definitions and Meaning of narrow down in English

Wordnet

narrow down (v)

define clearly

become more focused on an area of activity or field of study

FAQs About the word narrow down

περιορίζω

define clearly, become more focused on an area of activity or field of study

συμπιέζω,πυκνώνω,πιέζω,Βράζω,κάψουλα,εγκλωβίζω,κατάρρευση,συμπαγής,ενοποίηση,συσφίγγω

αποσυμπιέζω,επεκτείνω,ανοιχτό,απλωμένος,διαστέλλομαι,διασπείρω,διαλύω,φουσκώνω,εκτείνω,διασκορπίζω

narrow boat => Στενό σκάφος, narrow beech fern => Φτέρη οξιάς με στενά φύλλα, narrow => στενός, narre => ναρ, narratory => αφηγηματικός,