Greek Meaning of narcotized
narcotized
Other Greek words related to narcotized
- ηρεμισμένος
- έκθαμβος
- κατέστειλε
- ανακουφισμένο
- ηρεμημένος
- ηρεμεί
- ανακουφισμένος
- σιωπηλός
- τοποθετημένο
- Γαλήνεψε
- μετριασμένος
- κατευνασμένος
- ειρηνευμένος
- κατευνασμένος
- κατέστειλε
- χαλαρός
- ανακουφισμένος
- παρηγορημένος
- ηρεμισμένος
- ήρεμος
- Ηρεμος
- συντεθειμένος
- συμφιλιωμένος
- νανούρισμα
- ησυχασμένος
- ησύχασε
- ήρεμος
- εγκαταστημένος
- κατευνασμένος
- ησυχασμένο
- ηρεμισμένο
Nearest Words of narcotized
- narcotics agent => Ναρκωτικός αστυνομικός
- narco-state => ναρκωκράτος
- narcoleptic => ναρκοληπτικό
- narcolepsy => Ναρκοληψία
- narcist => Νάρκισσος
- narcissuses => Ναρκίσσους
- narcissus pseudonarcissus => Νάρκισσος
- narcissus papyraceus => Υάκινθος
- narcissus jonquilla => Νάρκισσος ο ίονθος
- narcissus => Νάρκισσος
Definitions and Meaning of narcotized in English
narcotized (s)
under the influence of narcotics
narcotized (imp. & p. p.)
of Narcotize
FAQs About the word narcotized
Definition not available
under the influence of narcoticsof Narcotize
ηρεμισμένος,έκθαμβος,κατέστειλε,ανακουφισμένο,ηρεμημένος,ηρεμεί,ανακουφισμένος,σιωπηλός,τοποθετημένο,Γαλήνεψε
επιβαρυντική,ταραγμένος,διαταραγμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,Ανήσυχοι,ταραγμένος,αναστατωμένος,ενοχλημένος,διεγερμένος
narcotics agent => Ναρκωτικός αστυνομικός, narco-state => ναρκωκράτος, narcoleptic => ναρκοληπτικό, narcolepsy => Ναρκοληψία, narcist => Νάρκισσος,