Greek Meaning of salved

ήρεμος

Other Greek words related to ήρεμος

Definitions and Meaning of salved in English

Webster

salved (imp. & p. p.)

of Salve

FAQs About the word salved

ήρεμος

of Salve

ηρεμημένος,Ηρεμος,συντεθειμένος,Γαλήνεψε,ησυχασμένος,κατευνασμένος,ήρεμος,κατέστειλε,ησύχασε,χαλαρός

επιβαρυντική,ταραγμένος,διαταραγμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,Ανήσυχοι,ταραγμένος,αναστατωμένος,ενοχλημένος,διεγερμένος

salve => αλοιφή, salvatory => σωτήρας, salvationist => Σωτηριολογικός, salvation army => Στρατός Σωτηρίας, salvation => σωτηρία,