Greek Meaning of masturbatory

masturbatory

Other Greek words related to masturbatory

Definitions and Meaning of masturbatory in English

masturbatory

of, relating to, or associated with masturbation, excessively self-absorbed or self-indulgent, of, relating to, or involving masturbation

FAQs About the word masturbatory

Definition not available

of, relating to, or associated with masturbation, excessively self-absorbed or self-indulgent, of, relating to, or involving masturbation

εγωκεντρικός,σαρκικός,λαιμαργός,Ηδονιστικός,υπερβολικός,εγωκεντρικός,συβαριτικός,ανεξέλεγκτος,άπληστος,παρακμιακός

εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,αυτοθυσιαστικός,αυτοθυσία,νηφάλιος,σπαρτιατικός

masterworks => Αριστουργήματα, masterwork => αριστούργημα, masterstrokes => αριστουργήματα, masterships => κυριαρχία των πλοίων, masterpieces => αριστουργήματα,