Greek Meaning of maladaptation

δυσαρμοστικότητα

Other Greek words related to δυσαρμοστικότητα

Definitions and Meaning of maladaptation in English

maladaptation

poor or inadequate adaptation

FAQs About the word maladaptation

δυσαρμοστικότητα

poor or inadequate adaptation

σύγκρουση,αντίθεση,παρέκκλιση,διχόνοια,Διχόνοια,διαφορά,ετερογένεια,ανισότητα,διαφωνία,διαφωνία

προσαρμογή,προσαρμογή,αφομοίωση,ενοποίηση,Διαμονή,Διάπλαση,Εγκλιματισμός,εγκλιματισμός,Εγκλιματισμός,προσαρμογή

makings => υλικά, making way => ανοίγοντας δρόμο, making use of => αξιοποιώντας, making up (for) => αποζημίωση, making up => μακιγιάζ,