Greek Meaning of major-domo
Ταμίας
Other Greek words related to Ταμίας
- μπάτλερ
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- Πόδας
- γαμπρός
- υπηρέτης
- Υπηρέτης
- ακολούθησε
- Υπηρέτης
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- Υπάλληλος καμπίνας
- Υπηρέτης
- βοηθός
- Συμμετέχων
- καθημερινός
- Εσωτερικός
- Φακτότουμ
- υπηρέτης
- Γκόφερ
- Υπηρέτρια
- θεραπαινίδα
- Οικονόμος
- οικιακή βοηθός
- κυρία επί των τιμών
- υπηρέτρια
- υπηρέτρια
- άντρας
- ασήμαντος
- retainer
- υπηρέτρια
- Γυναίκα
- σύντροφος
- δούλος
- δουλεία
- Ακόλουθος
- αγγελιοφόρος
Nearest Words of major-domo
- majorette => Μαζορέτα
- major-general => Υποστράτηγος
- majorities => Πλειοψηφίες
- majority => Πλειοψηφία
- majority leader => Ηγέτης της πλειοψηφίας
- majority operation => Επιχείρηση πλειοψηφίας
- majority opinion => Η γνώμη της πλειοψηφίας
- majority rule => Κυριαρχία της πλειοψηφίας
- major-league club => Σύλλογος της μεγάλης κατηγορίας
- major-league team => ομάδα μεγάλου πρωταθλήματος
Definitions and Meaning of major-domo in English
major-domo (n)
the chief steward or butler of a great household
major-domo (n.)
A man who has authority to act, within certain limits, as master of the house; a steward; also, a chief minister or officer.
FAQs About the word major-domo
Ταμίας
the chief steward or butler of a great householdA man who has authority to act, within certain limits, as master of the house; a steward; also, a chief minister
μπάτλερ,υπηρέτης,υπηρέτης,Πόδας,γαμπρός,υπηρέτης,Υπηρέτης,ακολούθησε,Υπηρέτης,υπηρέτης
κύριος,Αφεντικό,Καπετάνιος,αρχηγός,Εργοδηγός,κεφάλι,ηγέτης,Πρόεδρος χωριού,πηδαλιούχος,αρχηγός
majorcan => μαγιορκανός, majorca => Μαγιόρκα, majoration => αύξηση, majorate => μαϊοράτον, majorat => πρωτογενειοκρατία,