FAQs About the word lusted

Definition not available

of Lust

συζευγμένο,ζευγαρωμένοι,έβλεπε,Απατημένος,ανόητα,τοποθετώ,φτιαγμένος,έπαιξε (γύρω),θηλυπρεπής,γάτες (γύρω)

No antonyms found.

lust for learning => Δίψα για γνώση, lust after => ποθώ, lussheburgh => Λουξεμβούργο, lusory => απατηλός, lusorious => παιχνιδιάρικος,