Greek Meaning of lopsidedly

στραβά

Other Greek words related to στραβά

Definitions and Meaning of lopsidedly in English

Wordnet

lopsidedly (r)

in a crooked lopsided manner

FAQs About the word lopsidedly

στραβά

in a crooked lopsided manner

στρεβλός,λοξός,στραβό,Γερμένος/Γυρτός,ανομοιόμορφος,στραβά,ασύμμετρος,ασύμμετρος,στραβά,στραβός

ακόμα,επίπεδο,τακτικός,ίσιος,στολή,ισορροπημένος,οργανωμένος,συμμετρικός ,συμμετρικός,παραγγελθέντα

lopsided => ασύμμετρο, lopseed => Στομαχόχορτο, lopressor => Λοπρεσσόρος, loppy => χαλαρός, lopping => υλοτομία,