FAQs About the word lopping

υλοτομία

of Lop, A cutting off, as of branches; that which is cut off; leavings.

αποκόμματα,καλλιέργεια,περικοπή,κόψιμο,χάκινγκ,τσίμπημα,Ξύσιμο,Κλάδεμα,Κοπή,λικνιζόμενος

No antonyms found.

loppering => Loppering, loppered => ακρωτηριασμένος, lopper => κλαδευτήρι, lopped => κλαδεμένο, loppard => ξυλοκοπία,