Greek Meaning of lexicographer
λεξικογράφος
Other Greek words related to λεξικογράφος
- Βιογράφος
- ορίζων
- συντάκτης
- γλωσσολόγος
- γραφιάς
- Συγγραφέας
- Συνεργάτης
- μυθιστοριογράφος
- Νεγρας
- χάκινγκ
- αγιογράφος
- λογοτέχνης
- Απομνημονευματογράφος
- μνημείο
- μυθιστοριογράφος
- συγγραφέας
- Συγγραφέας
- συγγραφέας
- Πεζογράφος
- Μυθιστοριογράφος
- συγκυνηματογράφος
- μυθοπλάστης
- μυθιστοριογράφος
- Χαφιές
- λογοτέχνης
- στυλό
- γραφέας
- ρομαντικός
- γραφέας
- Αφηγητής
- Στυλίστας
- φρασεολόγος
- λογοτέχνης
Nearest Words of lexicographer
- lexically => λεξικά
- lexicalized concept => Λεξικοποιημένη έννοια
- lexicalized => λεξικοποιημένο
- lexicalize => λεξικοποιώ
- lexicalization => λεξικοποίηση
- lexicalised => λεξικοποιημένος
- lexicalise => λεξικοποιώ
- lexicalisation => λεξικοποίηση
- lexical semantics => Λεξική σημασιολογία
- lexical meaning => Λεξική έννοια
Definitions and Meaning of lexicographer in English
lexicographer (n)
a compiler or writer of a dictionary; a student of the lexical component of language
lexicographer (n.)
The author or compiler of a lexicon or dictionary.
FAQs About the word lexicographer
λεξικογράφος
a compiler or writer of a dictionary; a student of the lexical component of languageThe author or compiler of a lexicon or dictionary.
Βιογράφος,ορίζων,συντάκτης,γλωσσολόγος,γραφιάς,Συγγραφέας,Συνεργάτης,μυθιστοριογράφος,Νεγρας,χάκινγκ
Μη συγγραφέας
lexically => λεξικά, lexicalized concept => Λεξικοποιημένη έννοια, lexicalized => λεξικοποιημένο, lexicalize => λεξικοποιώ, lexicalization => λεξικοποίηση,