Greek Meaning of lexicalized
λεξικοποιημένο
Other Greek words related to λεξικοποιημένο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lexicalized
- lexicalize => λεξικοποιώ
- lexicalization => λεξικοποίηση
- lexicalised => λεξικοποιημένος
- lexicalise => λεξικοποιώ
- lexicalisation => λεξικοποίηση
- lexical semantics => Λεξική σημασιολογία
- lexical meaning => Λεξική έννοια
- lexical entry => λεξική καταχώρηση
- lexical disambiguation => Λεξική αποσαφήνιση
- lexical database => Λεξικογραφική βάση δεδομένων
Definitions and Meaning of lexicalized in English
lexicalized (a)
expressed by a word
FAQs About the word lexicalized
λεξικοποιημένο
expressed by a word
No synonyms found.
No antonyms found.
lexicalize => λεξικοποιώ, lexicalization => λεξικοποίηση, lexicalised => λεξικοποιημένος, lexicalise => λεξικοποιώ, lexicalisation => λεξικοποίηση,