FAQs About the word lexicographist

Λεξικογράφος

A lexicographer.

No synonyms found.

No antonyms found.

lexicographical => λεξικογραφικός, lexicographic => λεξικογραφικός, lexicographer => λεξικογράφος, lexically => λεξικά, lexicalized concept => Λεξικοποιημένη έννοια,