Greek Meaning of lexiconist
λεξικογράφος
Other Greek words related to λεξικογράφος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lexiconist
- lexicostatistic => λεξικοστατιστικός
- lexicostatistics => Λεξικοστατιστική
- lexigraphic => λεξικογραφικός
- lexigraphy => Λεξικογραφία
- lexington => Λέξινγκτον
- lexington and concord => Λέξινγκτον και Κόνκορντ
- lexiphanic => λεξικογραφικός
- lexiphanicism => Λεξιφανισμός
- lexipharmic => λεξιφαρμακευτικό
- lexis => Λεξιλόγιο
Definitions and Meaning of lexiconist in English
lexiconist (n.)
A writer of a lexicon.
FAQs About the word lexiconist
λεξικογράφος
A writer of a lexicon.
No synonyms found.
No antonyms found.
lexicon => Λεξικό, lexicology => Λεξικολογία, lexicologist => Λεξικογράφος, lexicography => λεξικογραφία, lexicographist => Λεξικογράφος,