Greek Meaning of lexical entry
λεξική καταχώρηση
Other Greek words related to λεξική καταχώρηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lexical entry
- lexical disambiguation => Λεξική αποσαφήνιση
- lexical database => Λεξικογραφική βάση δεδομένων
- lexical ambiguity => Λεξική ασάφεια
- lexical => λεξικός
- lexeme => λεξήμα
- lex => ανάλυση κώδικα
- lewiston => Λιούιστον
- lewisson => Λιούισον
- lewisia rediviva => Lewisia rediviva
- lewisia cotyledon => Λιούισια κοτυληδόν
- lexical meaning => Λεξική έννοια
- lexical semantics => Λεξική σημασιολογία
- lexicalisation => λεξικοποίηση
- lexicalise => λεξικοποιώ
- lexicalised => λεξικοποιημένος
- lexicalization => λεξικοποίηση
- lexicalize => λεξικοποιώ
- lexicalized => λεξικοποιημένο
- lexicalized concept => Λεξικοποιημένη έννοια
- lexically => λεξικά
Definitions and Meaning of lexical entry in English
lexical entry (n)
the entry in a dictionary of information about a word
FAQs About the word lexical entry
λεξική καταχώρηση
the entry in a dictionary of information about a word
No synonyms found.
No antonyms found.
lexical disambiguation => Λεξική αποσαφήνιση, lexical database => Λεξικογραφική βάση δεδομένων, lexical ambiguity => Λεξική ασάφεια, lexical => λεξικός, lexeme => λεξήμα,