Greek Meaning of lexical
λεξικός
Other Greek words related to λεξικός
Nearest Words of lexical
- lexeme => λεξήμα
- lex => ανάλυση κώδικα
- lewiston => Λιούιστον
- lewisson => Λιούισον
- lewisia rediviva => Lewisia rediviva
- lewisia cotyledon => Λιούισια κοτυληδόν
- lewisia => Λουϊσία
- lewis henry morgan => Λιούις Χένρι Μόργκαν
- lewis carroll => Λιούις Κάρολ
- lewis and clark expedition => Αποστολή Λιούις και Κλαρκ
- lexical ambiguity => Λεξική ασάφεια
- lexical database => Λεξικογραφική βάση δεδομένων
- lexical disambiguation => Λεξική αποσαφήνιση
- lexical entry => λεξική καταχώρηση
- lexical meaning => Λεξική έννοια
- lexical semantics => Λεξική σημασιολογία
- lexicalisation => λεξικοποίηση
- lexicalise => λεξικοποιώ
- lexicalised => λεξικοποιημένος
- lexicalization => λεξικοποίηση
Definitions and Meaning of lexical in English
lexical (a)
of or relating to words
of or relating to dictionaries
lexical (a.)
Of or pertaining to a lexicon, to lexicography, or words; according or conforming to a lexicon.
FAQs About the word lexical
λεξικός
of or relating to words, of or relating to dictionariesOf or pertaining to a lexicon, to lexicography, or words; according or conforming to a lexicon.
κοινωτικός,γλωσσολογικός,γλωσσικό,ρητορική,λεκτικός,ρητορικός,Λεξιλόγιο,συνομιλίας,μακροσκελής
μη γλωσσικός,μη λεκτικός,μη λεξιλογικό
lexeme => λεξήμα, lex => ανάλυση κώδικα, lewiston => Λιούιστον, lewisson => Λιούισον, lewisia rediviva => Lewisia rediviva,