FAQs About the word linguistical

γλωσσικό

Of or pertaining to language; relating to linguistics, or to the affinities of languages.

κοινωτικός,λεξικός,ρητορική,λεκτικός,συνομιλίας,ρητορικός,Λεξιλόγιο,μακροσκελής

μη γλωσσικός,μη λεκτικός,μη λεξιλογικό

linguistic universal => Γλωσσική οικουμενικότητα, linguistic unit => Γλωσσική μονάδα, linguistic string => Γλωσσική συμβολοσειρά, linguistic scientist => Γλωσσολόγος, linguistic rule => Γλωσσικός κανόνας,