Greek Meaning of linguist
γλωσσολόγος
Other Greek words related to γλωσσολόγος
- δοκιμιογράφος
- μυθοπλάστης
- μυθιστοριογράφος
- μυθιστοριογράφος
- Αφηγητής
- Συνεργάτης
- μυθιστοριογράφος
- Νεγρας
- λεξικογράφος
- Απομνημονευματογράφος
- μνημείο
- φυλλάδα , φυλλάδα
- ρομαντικός
- Στιριογράφος
- γραφιάς
- Συγγραφέας
- Πεζογράφος
- Μυθιστοριογράφος
- Βιογράφος
- Συγγραφέας
- συγκυνηματογράφος
- ορίζων
- συντάκτης
- χάκινγκ
- αγιογράφος
- Χαφιές
- Στυλίστας
- φρασεολόγος
Nearest Words of linguist
- linguistic => γλωσσολογικός
- linguistic atlas => Γλωσσικός άτλας
- linguistic communication => Γλωσσική επικοινωνία
- linguistic competence => Γλωσσική ικανότητα
- linguistic context => Γλωσσικό πλαίσιο
- linguistic geography => Γλωσσογεωγραφία
- linguistic performance => Γλωσσική απόδοση
- linguistic process => γλωσσική διαδικασία
- linguistic profiling => Γλωσσική ανάλυση
- linguistic relation => Γλωσσική σχέση
Definitions and Meaning of linguist in English
linguist (n)
a specialist in linguistics
a person who speaks more than one language
linguist (n.)
A master of the use of language; a talker.
A person skilled in languages.
FAQs About the word linguist
γλωσσολόγος
a specialist in linguistics, a person who speaks more than one languageA master of the use of language; a talker., A person skilled in languages.
δοκιμιογράφος,μυθοπλάστης,μυθιστοριογράφος,μυθιστοριογράφος,Αφηγητής,Συνεργάτης,μυθιστοριογράφος,Νεγρας,λεξικογράφος,Απομνημονευματογράφος
Μη συγγραφέας
linguini => Λιγκουίνι, linguine => λινγκουίνι, linguiform => γλωσσοειδής, linguidental => γλωσσικοδοντικός, linguica => Λινγκουίτσα,