Greek Meaning of kayo
kayo
Other Greek words related to kayo
- νοκντάουν
- Νοκ άουτ
- μάγκας
- uppercut
- μαστίγωμα
- ξύλο
- μετρητής
- Αποκαθήλωση
- σφυρηλάτηση
- κλοτσιά
- Γόνατο
- Αριστερά
- επικόλληση
- χτύπημα
- λαγουδογροθιά
- δεξιά
- Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
- Ρίγος
- οχιά
- Νύχτιο δέσιμο
- κούνια
- ξυλοδαρμός
- Κτύπημα στο σώμα
- θραυστήρας
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- ένα-δύο
- ξυλοκοπάω
- μπανγκ
- bash
- μαστίγωμα
- νυχτερίδα
- ρυθμός
- ζώνη
- χτύπημα
- μποπ
- κουτί
- Μπουφές
- προτομή
- κόβω
- χειροκρότημα
- κλιπ
- επιρροή
- Αντεπίθεση
- αντεπίθεση
- μανσέτα
- νταμπ
- ψιλοχτύπημα
- μαστίγωμα
- χάκινγκ
- χέρι
- χέιμέικερ
- χτύπημα
- γάντζος
- χτυπάω
- χαστούκι
- Μάστιγα
- Γούνα
- διαλέγω
- παχουλός
- τσιμπάω
- λίρα
- γροθιά
- Ραπ
- δεξιόχειρας
- χτύπημα
- Χαστούκι
- γυμνοσάλιαγκας
- χαστούκι
- συντρίβω
- κάλτσα
- Ξύλο
- κεντρί
- Ράβδωση
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- SWAT
- σάρωση
- διακόπτης
- θόρυβος
- κτύπημα
- χτύπημα
- Ράπισμα
- εκκωφαντικός
- Φουσκάλα
- χτύπημα
- whou
- ουάπ
- μαστίγιο
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- συντριπτικός
- αντεπίθεση
- αυστηρή επικριτική
- ξυλοκόπημα
Nearest Words of kayo
Definitions and Meaning of kayo in English
kayo (n)
a blow that renders the opponent unconscious
kayo (v)
knock unconscious or senseless
FAQs About the word kayo
Definition not available
a blow that renders the opponent unconscious, knock unconscious or senseless
νοκντάουν,Νοκ άουτ,μάγκας,uppercut,μαστίγωμα,ξύλο,μετρητής,Αποκαθήλωση,σφυρηλάτηση,κλοτσιά
No antonyms found.
kayles => Μπόουλινγκ, kayko => καίκο, kayaker => καγιάκερ, kayak => Καγιάκ, kay boyle => Κέι Μπόιλ,