FAQs About the word inviolately

αναλλοίωτα

In an inviolate manner.

προστατευμένο,καθαρός,ιερός,ασφαλής,άγιος,απαραβίαστος,ιερός,ανέγγιχτος,αβλαβής,άθικτος

Βλάσφημος,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία

inviolated => ανέπαφος, inviolate => άθικτος, inviolaness => ιερότητα, inviolacy => ασυλία, inviolably => απαραβίαστο,