Greek Meaning of inviolably
απαραβίαστο
Other Greek words related to απαραβίαστο
Nearest Words of inviolably
Definitions and Meaning of inviolably in English
inviolably (adv.)
Without violation.
FAQs About the word inviolably
απαραβίαστο
Without violation.
άγιος,ιερός,προστατευμένο,καθαρός,ιερός,ανέγγιχτος,άθικτος,εξαιρετέος,ιερός,άνοσος
Βλάσφημος,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία
inviolableness => απαραβίαστης, inviolable => απαραβίαστος, inviolability => απαραβίαστος, invincibly => ανίκητα, invincible armada => Αήττητος Αρμάδα,