Greek Meaning of inferiorly

κατώτερος

Other Greek words related to κατώτερος

Definitions and Meaning of inferiorly in English

Webster

inferiorly (adv.)

In an inferior manner, or on the inferior part.

FAQs About the word inferiorly

κατώτερος

In an inferior manner, or on the inferior part.

απαίσια,κατάφωρα,χονδροειδώς,ανεπαρκώς,πενιχρά,κακά,άθλια,φειδωλός,απεχθώς,αραιά

αποδεκτά,κατάλληλα,Εντάξει,κατάλληλα,σωστά,αξιοπρεπώς,καλό,καλός,ωραία,εντάξει

inferiority complex => Μειονεξία, inferiority => κατωτερότητα, inferior vocal fold => Κάτω φωνητική χορδή, inferior vocal cord => Κάτω φωνητική χορδή, inferior vena cava => Κάτω κοίλη φλέβα,