Greek Meaning of in the way

in the way

Other Greek words related to in the way

Definitions and Meaning of in the way in English

Wordnet

in the way (r)

forming a hindrance, impediment, or obstruction

FAQs About the word in the way

Definition not available

forming a hindrance, impediment, or obstruction

οδόστρωμα,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Οδός,οδόστρωμα,διαδρομή,δρόμος,οδός,αρτηριακός

απροθυμία,Αντιπάθεια,αδιαθεσία,αποστροφή

in the south => στον νότο, in the same breath => με μια ανάσα, in the raw => ωμός , in the public eye => στα μάτια του κοινού, in the nick of time => την ύστατη στιγμή,