Greek Meaning of arterial
αρτηριακός
Other Greek words related to αρτηριακός
- αρτηρία
- οδόστρωμα
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Οδός
- οδόστρωμα
- διαδρομή
- δρόμος
- οδός
- Διόδια
- Λεωφόρος
- Χώμα
- οδήγηση
- διακρατικός
- δρομάκι
- Αὐτοκινητόδρομος
- περάσει
- δόρυ
- Σειρά
- αυτοκινητόδρομος
- τρόπος
- εθνική οδός
- στενό
- σοκάκι
- Αυτοκινητόδρομος
- Aυτοκινητόδρομος
- Περιφερειακός δρόμος
- Κλάδος
- παράκαμψη
- παράδρομος
- κύκλος
- Διάδρομος
- διασταύρωση
- σύρετε
- Ταχεία οδός
- κεντρικός δρόμος
- Κεντρικός δρόμος
- λεωφόρος
- Περιφερειακός
- δευτερεύων δρόμος
- παράδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- ίχνος
- Πίστα
- μονοπάτι
- Αυτοκινητόδρομος
- κορνίζα
- Δευτερεύουσα οδός
- στροφή
- Διάβαση
Nearest Words of arterial
- arteriac => αρτηριακό
- arteria vertebralis => σπονδυλική αρτηρία
- arteria uterina => μητριαία αρτηρία
- arteria ulnaris => Κερκιδική αρτηρία
- arteria temporalis posterior => Οπίσθια κροταφική αρτηρία
- arteria temporalis intermedia => Αρτηρία κροταφική μέση
- arteria temporalis anterior => κροταφική αρτηρία
- arteria subclavia => Υποκλείδιες αρτηρίες
- arteria renalis => νεφρική αρτηρία
- arteria rectalis => Πρωκτική αρτηρία
- arterial blood => Αρτηριακό αίμα
- arterial blood gases => Αρτηριακά αέρια αίματος
- arterial blood vessel => Αρτηρία
- arterial plaque => Αρτηριακή πλάκα
- arterial pressure => Αρτηριακή πίεση
- arterial road => Οδός ταχείας κυκλοφορίας
- arterial sclerosis => Αρτηριοσκλήρυνση
- arterialise => αρτηριοποιήσω
- arterialization => αρτηριοποίηση
- arterialize => αρτηριοποιώ
Definitions and Meaning of arterial in English
arterial (a)
of or involving or contained in the arteries
arterial (a.)
Of or pertaining to an artery, or the arteries; as, arterial action; the arterial system.
Of or pertaining to a main channel (resembling an artery), as a river, canal, or railroad.
FAQs About the word arterial
αρτηριακός
of or involving or contained in the arteriesOf or pertaining to an artery, or the arteries; as, arterial action; the arterial system., Of or pertaining to a mai
αρτηρία,οδόστρωμα,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Οδός,οδόστρωμα,διαδρομή,δρόμος,οδός
No antonyms found.
arteriac => αρτηριακό, arteria vertebralis => σπονδυλική αρτηρία, arteria uterina => μητριαία αρτηρία, arteria ulnaris => Κερκιδική αρτηρία, arteria temporalis posterior => Οπίσθια κροταφική αρτηρία,