Greek Meaning of autostrada
Aυτοκινητόδρομος
Other Greek words related to Aυτοκινητόδρομος
- αρτηρία
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Χώμα
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- διακρατικός
- Αὐτοκινητόδρομος
- λεωφόρος
- Οδός
- Αυτοκινητόδρομος
- Διόδια
- αρτηριακός
- Λεωφόρος
- Περιφερειακός δρόμος
- παράκαμψη
- οδόστρωμα
- οδήγηση
- Ταχεία οδός
- εθνική οδός
- περάσει
- δόρυ
- Περιφερειακός
- οδόστρωμα
- διαδρομή
- δρόμος
- στροφή
- οδός
- αυτοκινητόδρομος
- στενό
- σοκάκι
- στενό δρομάκι
- Κλάδος
- παράδρομος
- κορνίζα
- διασταύρωση
- σύρετε
- κεντρικός δρόμος
- δρομάκι
- Κεντρικός δρόμος
- Σειρά
- Δευτερεύουσα οδός
- δευτερεύων δρόμος
- παράδρομος
- Διάβαση
- ίχνος
- τρόπος
Nearest Words of autostrada
- autostability => Αυτοσταθερότητα
- autosome => Αυτοσωμιακό χρωμόσωμα
- autosomal recessive disease => Αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος
- autosomal recessive defect => αυτοσωμικό υπολειπόμενο ελάττωμα
- autosomal dominant disorder => αυτοσωματική κυρίαρχη διαταραχή
- autosomal dominant disease => Αυτοσωμική κυρίαρχη νόσος
- autosomal => Αυτοσωματικός
- autosemantic => αυτοσημαντικός
- autos-de-fe => Αυτο-ντά-φε
- autos-da-fe => αυταπυρά
Definitions and Meaning of autostrada in English
autostrada (n)
an expressway in an Italian-speaking country
FAQs About the word autostrada
Aυτοκινητόδρομος
an expressway in an Italian-speaking country
αρτηρία,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Χώμα,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,διακρατικός,Αὐτοκινητόδρομος,λεωφόρος
No antonyms found.
autostability => Αυτοσταθερότητα, autosome => Αυτοσωμιακό χρωμόσωμα, autosomal recessive disease => Αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος, autosomal recessive defect => αυτοσωμικό υπολειπόμενο ελάττωμα, autosomal dominant disorder => αυτοσωματική κυρίαρχη διαταραχή,