Greek Meaning of autostrada

Aυτοκινητόδρομος

Other Greek words related to Aυτοκινητόδρομος

Definitions and Meaning of autostrada in English

Wordnet

autostrada (n)

an expressway in an Italian-speaking country

FAQs About the word autostrada

Aυτοκινητόδρομος

an expressway in an Italian-speaking country

αρτηρία,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Χώμα,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,διακρατικός,Αὐτοκινητόδρομος,λεωφόρος

No antonyms found.

autostability => Αυτοσταθερότητα, autosome => Αυτοσωμιακό χρωμόσωμα, autosomal recessive disease => Αυτοσωμική υπολειπόμενη νόσος, autosomal recessive defect => αυτοσωμικό υπολειπόμενο ελάττωμα, autosomal dominant disorder => αυτοσωματική κυρίαρχη διαταραχή,