Greek Meaning of corniche
κορνίζα
Other Greek words related to κορνίζα
- αρτηριακός
- αρτηρία
- Λεωφόρος
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- δόρυ
- Οδός
- οδόστρωμα
- δρόμος
- στροφή
- οδός
- Διόδια
- στενό δρομάκι
- Κλάδος
- παράδρομος
- οδόστρωμα
- Διάδρομος
- διασταύρωση
- σύρετε
- οδήγηση
- εθνική οδός
- περάσει
- Σειρά
- Δευτερεύουσα οδός
- δευτερεύων δρόμος
- παράδρομος
- αυτοκινητόδρομος
- ίχνος
- τρόπος
- Παράδρομος
- παράκαμψη
- Πίστα
- μονοπάτι
Nearest Words of corniche
Definitions and Meaning of corniche in English
corniche
a road built along a coast and especially along the face of a cliff
FAQs About the word corniche
κορνίζα
a road built along a coast and especially along the face of a cliff
αρτηριακός,αρτηρία,Λεωφόρος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,δόρυ,Οδός,οδόστρωμα,δρόμος
No antonyms found.
cornettist => Κορνετίστας, cornerwise => Διαγώνια, cornerways => Πλάγια, corners => γωνίες, cornering => καμπή,