Greek Meaning of turnpike
Διόδια
Other Greek words related to Διόδια
- οδόστρωμα
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- Οδός
- οδόστρωμα
- διαδρομή
- δρόμος
- οδός
- αρτηριακός
- αρτηρία
- Λεωφόρος
- Χώμα
- οδήγηση
- διακρατικός
- δρομάκι
- Αὐτοκινητόδρομος
- λεωφόρος
- περάσει
- δόρυ
- αυτοκινητόδρομος
- τρόπος
- στενό
- σοκάκι
- Αυτοκινητόδρομος
- Aυτοκινητόδρομος
- Περιφερειακός δρόμος
- Κλάδος
- παράκαμψη
- παράδρομος
- Διάδρομος
- διασταύρωση
- σύρετε
- Ταχεία οδός
- κεντρικός δρόμος
- Κεντρικός δρόμος
- Περιφερειακός
- Σειρά
- δευτερεύων δρόμος
- παράδρομος
- Αυτοκινητόδρομος
- ίχνος
- Πίστα
- μονοπάτι
- Αυτοκινητόδρομος
- κορνίζα
- εθνική οδός
- Δευτερεύουσα οδός
- στροφή
- Διάβαση
Nearest Words of turnpike
Definitions and Meaning of turnpike in English
turnpike (n)
(from 16th to 19th centuries) gates set across a road to prevent passage until a toll had been paid
an expressway on which tolls are collected
FAQs About the word turnpike
Διόδια
(from 16th to 19th centuries) gates set across a road to prevent passage until a toll had been paid, an expressway on which tolls are collected
οδόστρωμα,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Αυτοκινητόδρομος,Οδός,οδόστρωμα,διαδρομή,δρόμος,οδός,αρτηριακός
No antonyms found.
turnover rate => Ποσοστό ανανέωσης προσωπικού, turnover => Κύκλος εργασιών, turnout => προσέλευση, turn-on => διέγερση, turnoff => απενεργοποίηση,